διατραπῇς

διατραπῇς
διατρέπω
turn away
aor subj pass 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατρέπω — (Α) 1. αποτρέπω, μετατρέπω 2. παθ. απομακρύνομαι από τον σκοπό μου («οὐ μόνον τὸ πλῆθος ἀλλὰ καὶ τὴν σύγκλητον αὐτὴν συνέβη διατραπῆναι», Πολ.) 3. (με αιτ.) φοβάμαι, ντρέπομαι («μηδὲ ὄχλον ἀδίκως σε δυσωποῡντα διατραπῆς», Επίκτητος) 4. αποστρέφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”